- προμηνύεται
- προμηνύ̱εται , προμηνύωdenounce beforehandpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προμηνύω — ΝΜΑ, και προμηνώ, άω, Ν [μηνύω] 1. προαναγγέλλω κάτι («ἄλλ oὖν προμηνύσῃς γε τοῡτο μηδενὶ τοὔργον», Σοφ.) 2. φανερώνω ότι κάτι πρόκειται να συμβεί («οἱ γὰρ ὄνειροι θορυβήσαντες αὐτοὺς τοῡτο προεμήνυσαν», ΠΔ) νεοελλ. (το μέσ. και παθ. στο τρίτο… … Dictionary of Greek
μπουρινάρω — 1. ναυτ. τραβώ τους πλαγιαστήρες ισχυρά για να πλεύσω εγγύτατα 2. (ως απρόσ.) μπουρινάρει επέρχεται κακοκαιρία, προμηνύεται λαίλαπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την πρώτη σημ. < μπουρίνα, ενώ με τη δεύτερη < μπουρίνι] … Dictionary of Greek
αλουάτα — Πίθηκοι που ανήκουν στο μοναδικό γένος α. της υποοικογένειας των αλουατινών και αποκαλούνται πίθηκοι βρυχώμενοι (παλαιότερα μυκητές), επειδή στριγκλίζουν, προπάντων πριν βγει ο ήλιος το πρωί, το βράδυ με τη δύση του ήλιου και όταν προμηνύεται… … Dictionary of Greek
θύελλα — η 1. άγρια βροχή με δυνατό αέρα. 2. μτφ., ταραχή, διέγερση: Προκάλεσε θύελλα με τα λόγια του. 3. γεγονός καταστρεπτικό, πόλεμος: Προμηνύεται θύελλα. – Ξέσπασε θύελλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)